- ἰσόπροικον
- ἰσό-προικον, τό,A wedding-gift of bridegroom to bride, CPR30ii10 (vi A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰσόπροικα — ἰσόπροικον wedding gift neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόπροικος — ἰσόπροικος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπροικον γαμήλιο δώρο τού γαμπρού προς τη νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προικος (< προιξ, κός), πρβλ. ά προικος, πολύ προικος] … Dictionary of Greek